- λαότητα
- η [λαός]1. το σύνολο τών ιδιοτήτων ενός λαού2. σύνολο ανθρώπων με ιστορικά διαμορφωμένη γλωσσική, πολιτιστική, οικονομική και εδαφική κοινότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek